λεπτομερῆ

λεπτομερῆ
λεπτομερής
composed of small particles
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
λεπτομερής
composed of small particles
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
λεπτομερής
composed of small particles
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 …   Dictionary of Greek

  • ποικιλογραφώ — έω, Α [ποικιλογράφος] προβαίνω σε λεπτομερή επεξεργασία, εισέρχομαι σε λεπτομερή εξέταση …   Dictionary of Greek

  • Фризис, Мордехай — Мордехай Фризис (греч. Μαρδοχαίος Φριζής, 1 января 1893 г.  5 декабря 1940 г.)  полковник греческой армии, один из самых известных офицеров еврейского происхождения. Погиб во время греко итальянской войны 1940 1941 гг.… …   Википедия

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • ακαθιστόρητος — η, ο (Α ἀκαθιστόρητος, ον) [καθιστορῶ] αυτός που δεν έχει ιστορηθεί πλήρως, που δεν έχει εκτεθεί με λεπτομερή διήγηση «ακαθιστόρητος βίος αγίου» …   Dictionary of Greek

  • απακριβούμαι — ἀπακριβοῡμαι ( όομαι) (Α) Ι. παθ. 1. υφίσταμαι λεπτομερή επεξεργασία από κάποιον, γίνομαι τέλειος 2. (μτχ.) ἀπηκριβωμένος (για πρόσωπα) αυτός που γνωρίζει κάτι με ακρίβεια II. μέσ. (στη γλυπτική) αποτελειώνω, κάνω κάτι τέλειο …   Dictionary of Greek

  • απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …   Dictionary of Greek

  • απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”